ανάπιασμα

ανάπιασμα
τό
1) начало, почин; 2) замешивание (теста); 3) выставление напоказ своих благодеяний; 4) выделывание (булок и т. п.); 5) злословие, сплетни; 6) позор;

γίνομαι τού χωρίου τ· ανάπιασμα — опозориться на всё село


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανάπιασμα" в других словарях:

  • ανάπιασμα — το, ατος 1. το να αρχίζει κανείς μια δουλειά: Το ανάπιασμα της ζύμης κράτησε κάμποση ώρα. 2. κακολογία, κουτσομπολιό: Με το φέρσιμό του είχε γίνει το ανάπιασμα της γειτονιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάπιασμα — και ανέπιασμα, το 1. έναρξη κάποιου έργου, αρχίνισμα 2. δυσφήμηση, κακολογία 3. ο άξιος κακολογίας, πρόσωπο που κακολογείται, περίγελος τού κόσμου 4. ανάκριση κάποιου για ανακάλυψη τών μυστικών του με πλάγιο τρόπο 5. (για ζώα) ο χρήσιμος για… …   Dictionary of Greek

  • ανάπιαση — και ανέπιαση, η το ανάπιασμα* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»